Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέθει
καταβλέπω
καταβλεφαρίζω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολάδας
καταβολαῖον
καταβολεύς
καταβολή
καταβόλια
κατάβολος
View word page
καταβληχάομαι
καταβληχάομαι, strengthd. for βληχάομαι, Theoc. 5.42 .


ShortDef

to bleat loudly

Debugging

Headword:
καταβληχάομαι
Headword (normalized):
καταβληχάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταβληχαομαι
IDX:
53699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβληχάομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">βληχάομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:5:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:5.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 5.42 </a>.</div><br><br>'}