Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταβινέω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέθει
καταβλέπω
καταβλεφαρίζω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολάδας
καταβολαῖον
καταβολεύς
View word page
καταβλής
κατα-βλής
,
ῆτος
,
ὁ
,
A).
=
ἐπιβλής
,
bolt
,
Hsch.
ShortDef
bolt
Debugging
Headword:
καταβλής
Headword (normalized):
καταβλής
Headword (normalized/stripped):
καταβλης
IDX:
53696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53697
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-βλής</span>, <span class="itype greek">ῆτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐπιβλής</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">bolt</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}