Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβινέω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέθει
καταβλέπω
καταβλεφαρίζω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
καταβόησις
καταβολάδας
View word page
καταβλεφαρίζω
καταβλεφᾰρίζω,
A). gloss on κατιλλώπτω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβλεφαρίζω
Headword (normalized):
καταβλεφαρίζω
Headword (normalized/stripped):
καταβλεφαριζω
IDX:
53694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53695
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβλεφᾰρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κατιλλώπτω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}