Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβιβάσκω
καταβιβασμός
καταβιβαστέος
καταβιβρώσκω
καταβινέω
καταβιόω
καταβίωσις
καταβλαβεύς
καταβλακεύω
καταβλάπτω
καταβλέθει
καταβλέπω
καταβλεφαρίζω
κατάβλημα
καταβλής
καταβλητέον
καταβλητικός
καταβληχάομαι
καταβλώσκω
καταβοάω
καταβοή
View word page
καταβλέθει
καταβλέθει· καταπίνει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβλέθει
Headword (normalized):
καταβλέθει
Headword (normalized/stripped):
καταβλεθει
IDX:
53692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53693
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβλέθει·</span> <span class="foreign greek">καταπίνει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}