Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβαρύνω
καταβασανίζω
καταβασία
καταβάσιον
καταβάσιος
κατάβασις
καταβασκαίνω
καταβασμός
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
καταβαΰζω
καταβαυκαλάω
καταβαυκάλησις
καταβαυκαλίζω
καταβαφή
View word page
καταβασμός
καταβασμός,
A). v. καταβαθμός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβασμός
Headword (normalized):
καταβασμός
Headword (normalized/stripped):
καταβασμος
IDX:
53664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταβασμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταβαθμός</span> .</div> </div><br><br>'}