Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταβάλλω
καταβαπτέον
καταβαπτίζω
καταβάπτω
καταβαρβαρόω
καταβαρέω
καταβαρής
καταβάρησις
καταβαρύνω
καταβασανίζω
καταβασία
καταβάσιον
καταβάσιος
κατάβασις
καταβασκαίνω
καταβασμός
καταβατέον
καταβατεύω
καταβάτης
καταβατικός
καταβατός
View word page
καταβασία
κατα-βᾰσία,
A). v. καταιβασίη .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταβασία
Headword (normalized):
καταβασία
Headword (normalized/stripped):
καταβασια
IDX:
53659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-βᾰσία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταιβασίη</span> .</div> </div><br><br>'}