Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάστανα
καστανικαί
κασταναϊκόν
καστεία
κάστον
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
καστόριον
καστόριος
καστορνῦσα
Κάστωρ
κάστωρ
κασύας
κασωρεύω
κασωρικὸς
κασωρίς
κασωρίτης
κασωρῖτις
κασωτός
κάτ
View word page
καστορνῦσα
καστορνῦσα, Ep. for καταστορνῦσα,
A). v. καταστόρνυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καστορνῦσα
Headword (normalized):
καστορνῦσα
Headword (normalized/stripped):
καστορνυσα
IDX:
53632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καστορνῦσα</span>, Ep. for <span class="foreign greek">καταστορνῦσα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταστόρνυμι</span> .</div> </div><br><br>'}