Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κασταλία
κάστανα
καστανικαί
κασταναϊκόν
καστεία
κάστον
Καστόρειος
καστορίδες
καστορίζω
καστόριον
καστόριος
καστορνῦσα
Κάστωρ
κάστωρ
κασύας
κασωρεύω
κασωρικὸς
κασωρίς
κασωρίτης
κασωρῖτις
κασωτός
View word page
καστόριος
καστόρ-ιος,
A). v. καστόρειος, καστορίδες .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καστόριος
Headword (normalized):
καστόριος
Headword (normalized/stripped):
καστοριος
IDX:
53631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καστόρ-ιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καστόρειος, καστορίδες</span> .</div> </div><br><br>'}