Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κασπολέω
κάσσα
κάσσει
Κασσιέπεια
κασσίζω
κασσιτερᾶς
Κασσιτερίδες
κασσιτέρινος
κασσιτεροποιός
κασσίτερος
κασσιτερουργός
κασσιτερόω
κασσοποιός
κάσσος
κάσσυμα
κασσύω
Κασταλία
κάστανα
καστανικαί
κασταναϊκόν
καστεία
View word page
κασσιτερουργός
κασσῐτερ-ουργός, ,
A). tinker, Gloss.


ShortDef

tinker

Debugging

Headword:
κασσιτερουργός
Headword (normalized):
κασσιτερουργός
Headword (normalized/stripped):
κασσιτερουργος
IDX:
53615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53616
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κασσῐτερ-ουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tinker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}