κασσίτερος
κασσίτερος [ῐ], Att. καττ-, ὁ,
A). tin (never in ), , 11.25 23.503 , SIG 247i 3 (Delph., iv B.C.), etc.; ἐτήκετο κασσίτερος ὣς τέχνῃ ὕπ’ αἰζηῶν Th. 862 , cf. ; 18.474 Χεῦμα κασσιτέροιο a plating of tin, 23.561 ; κ. πάνεφθος Sc. 208 ; κνημῖδας ἑανοῦ κ. ; 18.613 δύο καττιτέρω two plates of tin, , cf. 22.204.23 . (Elamite word, cf. Bab. 3.115 kassi-tira: hence Skt. kastīram.)