Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κασιγνήτη
κασιγνητικός
κασίγνητος
κασίδιον
κασιοβόρος
κάσιοι
κασιόπνους
κάσις
Κασιωτικόν
κασκαλίζεται
κασκός
κασοποιός
κασπολέω
κάσσα
κάσσει
Κασσιέπεια
κασσίζω
κασσιτερᾶς
Κασσιτερίδες
κασσιτέρινος
κασσιτεροποιός
View word page
κασκός
κασκός, ,
A). little finger, Id. (cf. κακκόρ). κάσμορος· δύστηνος, Id.; cf. κάμμορος.


ShortDef

little finger

Debugging

Headword:
κασκός
Headword (normalized):
κασκός
Headword (normalized/stripped):
κασκος
IDX:
53603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κασκός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">little finger</span>, Id. (cf. <span class="foreign greek">κακκόρ</span>). <span class="orth greek">κάσμορος·</span> <span class="foreign greek">δύστηνος</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">κάμμορος</span>.</div> </div><br><br>'}