Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κασάλβιον
κάσαμον
κασάνδρα
κασαυρεῖον
κάσεν
κασέρηνον
κασῆς
κάσης
κασία
κασιγνήτη
κασιγνητικός
κασίγνητος
κασίδιον
κασιοβόρος
κάσιοι
κασιόπνους
κάσις
Κασιωτικόν
View word page
κάσης
κάσης· ἡλικιώτης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάσης
Headword (normalized):
κάσης
Headword (normalized/stripped):
κασης
IDX:
53591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53592
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάσης·</span> <span class="foreign greek">ἡλικιώτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}