Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρφώδης
κάρχαι
καρχαλέος
καρχαρέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήματα
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
Καρώνιος
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
View word page
καρχήματα
καρχήματα· θέλγητρα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρχήματα
Headword (normalized):
καρχήματα
Headword (normalized/stripped):
καρχηματα
IDX:
53569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53570
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρχήματα·</span> <span class="foreign greek">θέλγητρα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}