Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
καρφυκτοί
κάρφω
καρφώδης
κάρχαι
καρχαλέος
καρχαρέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
καρχαρόδων
κάρχαρος
Καρχηδονίζω
Καρχηδών
καρχήματα
καρχήσιον
View word page
κάρχαι
κάρχαι· καρκίνοι, καὶ <κ> (Sicel), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάρχαι
Headword (normalized):
κάρχαι
Headword (normalized/stripped):
καρχαι
IDX:
53560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάρχαι·</span> <span class="foreign greek">καρκίνοι, καὶ &lt;κ&gt;</span> (Sicel), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}