Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρυμνόν
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυοτομία
καρυόφυλλον
καρύσσω
καρυχρ
καρυοώδης
καρυοῶτις
καρυοωτὸς
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
View word page
καρυχρ
κᾰρυ-χρ<*> (sic cod.)· καρυοβαροῦς, Hsch. (fort. καρυκοχροῦς (gen. of Κᾰρῡκοχρής)· καρυοβαφοῦς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρυχρ
Headword (normalized):
καρυχρ
Headword (normalized/stripped):
καρυχρ
IDX:
53540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53541
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰρυ-χρ&lt;*&gt;</span> (sic cod.)<span class="foreign greek">· καρυοβαροῦς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">καρυκοχροῦς</span> (gen. of <span class="foreign greek">Κᾰρῡκοχρής</span>)<span class="foreign greek">· καρυοβαφοῦς</span>).</div><br><br>'}