Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυμνόν
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυοτομία
καρυόφυλλον
καρύσσω
καρυχρ
καρυοώδης
καρυοῶτις
καρυοωτὸς
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
View word page
καρυοτομία
κᾰρῠο-τομία
,
ἡ
, dub. sens. in
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καρυοτομία
Headword (normalized):
καρυοτομία
Headword (normalized/stripped):
καρυοτομια
IDX:
53537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53538
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰρῠο-τομία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, dub. sens. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}