κᾰρῠ/-ϊνος,
η,
ον,
A). of nuts,
ἔλαιον Gal. 11.871 ;
κ. Χρῶμα nutbrown,
Thphr. Sens. 78 ; cf.
καρόϊνος.
II). made of walnut-wood,
σανίδες IG 11(2).203 B 100 (Delos, iii B. C.);
ῥάβδος LXX Ge. 30.37 , cf.
Je. 1.11 .
IV). Καρύϊνος οἶνος, v. κάροινον .