Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρτερόεις
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
Χειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερῶνυξ
κάρτη
κάρτιστος
καρτός
κάρτος
κάρτρα
καρτύνω
κάρτων
καρύα
Καρύαι
Καρυάτεια
View word page
καρτερῶνυξ
καρτερῶνυξ, καρτερώνῠχος,
A). v. κρατερ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρτερῶνυξ
Headword (normalized):
καρτερῶνυξ
Headword (normalized/stripped):
καρτερωνυξ
IDX:
53498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρτερῶνυξ</span>, <span class="orth greek">καρτερώνῠχος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κρατερ-</span> .</div> </div><br><br>'}