Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρτερία
καρτεριάζω
καρτερικός
καρτεροβρόντης
καρτερόεις
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
Χειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερῶνυξ
κάρτη
κάρτιστος
καρτός
κάρτος
κάρτρα
καρτύνω
View word page
καρτερόφρων
καρτερό-φρων, ονος, , ,
A). stout-hearted, EM 745.8 .


ShortDef

stout-hearted

Debugging

Headword:
καρτερόφρων
Headword (normalized):
καρτερόφρων
Headword (normalized/stripped):
καρτεροφρων
IDX:
53494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53495
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρτερό-φρων</span>, <span class="itype greek">ονος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stout-hearted,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 745.8 </span>.</div> </div><br><br>'}