Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρτάζωνος
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμης
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτεριάζω
καρτερικός
καρτεροβρόντης
καρτερόεις
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
Χειρ
View word page
καρτεριάζω
καρτερ-ιάζω
,
καρτερ-ίζω
,
A).
v.
καρτερέω
(sub fin.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καρτεριάζω
Headword (normalized):
καρτεριάζω
Headword (normalized/stripped):
καρτεριαζω
IDX:
53485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53486
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρτερ-ιάζω</span>, <span class="orth greek">καρτερ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καρτερέω</span> (sub fin.).</div> </div><br><br>'}