Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάρρον
κάρρων
κάρσιος
κάρτᾰ
καρτάζω
καρτάζωνος
καρταίπους
καρτάλαμον
κάρταλλος
καρτέον
καρτεραίχμης
καρτερέω
καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτεριάζω
καρτερικός
καρτεροβρόντης
καρτερόεις
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
View word page
καρτεραίχμης
καρτερ-αίχμης, καρτερ-αύχην,
A). v. κρατερ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρτεραίχμης
Headword (normalized):
καρτεραίχμης
Headword (normalized/stripped):
καρτεραιχμης
IDX:
53480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53481
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρτερ-αίχμης</span>, <span class="orth greek">καρτερ-αύχην</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κρατερ-</span> .</div> </div><br><br>'}