Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρπόφορος
καρποφύλαξ
καρπόφυλλον
καρπόχειρ
καρπόω
καρπύλη
καρπυραί
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
καρρέζουσα
καρρικός
καρρίον
View word page
καρπυραί
καρπυραί·
ξύλων ξηρῶν κοῖται
,
Hsch.
; cf.
καρφηρός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καρπυραί
Headword (normalized):
καρπυραί
Headword (normalized/stripped):
καρπυραι
IDX:
53459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53460
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπυραί·</span> <span class="foreign greek">ξύλων ξηρῶν κοῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">καρφηρός</span>.</div><br><br>'}