Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
καρπόφορος
καρποφύλαξ
καρπόφυλλον
καρπόχειρ
καρπόω
καρπύλη
καρπυραί
καρπώδης
κάρπωμα
καρπώνης
καρπωνία
καρπώσιμος
κάρπωσις
καρπωτός
View word page
καρπόχειρ
καρπόχειρ, late word for μετακάρπιον, Eust. 1572.38 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρπόχειρ
Headword (normalized):
καρπόχειρ
Headword (normalized/stripped):
καρποχειρ
IDX:
53456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53457
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπόχειρ</span>, late word for <span class="foreign greek">μετακάρπιον</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1572:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1572.38/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1572.38 </a>.</div><br><br>'}