Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρπολογέω
καρπολογία
καρπόλογος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτόκεια
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρπότοκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
καρποφόρημα
καρποφορία
View word page
καρποτόκεια
καρποτόκ-εια, , poet. fem. of καρποτόκος, Nonn. D. 21.26 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρποτόκεια
Headword (normalized):
καρποτόκεια
Headword (normalized/stripped):
καρποτοκεια
IDX:
53442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρποτόκ-εια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. fem. of <span class="foreign greek">καρποτόκος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:21:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:21.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 21.26 </a>.</div><br><br>'}