Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρποδότειρα
καρποδόχος
καρπολογέω
καρπολογία
καρπόλογος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποσπόρος
καρποτελής
καρποτόκεια
καρποτοκέω
καρποτοκία
καρπότοκος
καρποτρόφος
καρποφαγέω
καρποφάγος
καρποφθόρος
καρποφορέω
View word page
καρποσπόρος
καρπο-σπόρος, ον,
A). sowing fruit, Man. 4.256 .


ShortDef

sowing fruit

Debugging

Headword:
καρποσπόρος
Headword (normalized):
καρποσπόρος
Headword (normalized/stripped):
καρποσπορος
IDX:
53440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπο-σπόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sowing fruit</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:256" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.256/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.256 </a>.</div> </div><br><br>'}