Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρπόδεσμος
καρποδέσμιος
καρποδότειρα
καρποδόχος
καρπολογέω
καρπολογία
καρπόλογος
καρπολόχος
καρπομανής
καρποποιός
καρπός
καρπός
καρποσπόρος
καρποτελής
View word page
καρποδόχος
καρπο-δόχος, ον,
A). v. καρπολόχος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρποδόχος
Headword (normalized):
καρποδόχος
Headword (normalized/stripped):
καρποδοχος
IDX:
53431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53432
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπο-δόχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καρπολόχος</span> .</div> </div><br><br>'}