Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρπισμός
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρποβόλον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρπόδεσμος
καρποδέσμιος
καρποδότειρα
καρποδόχος
καρπολογέω
καρπολογία
καρπόλογος
καρπολόχος
καρπομανής
View word page
καρποδαιστάς
καρπο-δαιστάς
,
ᾶ
,
ὁ
, Cret.,
A).
distributor of produce
,
GDI
4993
(Gortyn).
ShortDef
distributor of produce
Debugging
Headword:
καρποδαιστάς
Headword (normalized):
καρποδαιστάς
Headword (normalized/stripped):
καρποδαιστας
IDX:
53426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53427
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπο-δαιστάς</span>, <span class="itype greek">ᾶ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Cret., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distributor of produce</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 4993 </span> (Gortyn).</div> </div><br><br>'}