Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρπίον1
κάρπιον2
Κάρπιος
καρπισμός
καρπισμός
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρποβόλον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρπόδεσμος
καρποδέσμιος
καρποδότειρα
καρποδόχος
καρπολογέω
View word page
καρπογένεθλος
καρπο-γένεθλος, ον,
A). = καρπογόνος , epith. of Apollo, AP 9.525.11 .


ShortDef

fruit-producing

Debugging

Headword:
καρπογένεθλος
Headword (normalized):
καρπογένεθλος
Headword (normalized/stripped):
καρπογενεθλος
IDX:
53422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53423
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπο-γένεθλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καρπογόνος</span> , epith. of Apollo, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.525.11 </span>.</div> </div><br><br>'}