Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρπίζω2
κάρπιμος
καρπίον1
κάρπιον2
Κάρπιος
καρπισμός
καρπισμός
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρποβόλον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρπόδεσμος
καρποδέσμιος
καρποδότειρα
View word page
καρποβόλον
καρπο-βόλον· τὸ σιτοβόλον ἀγγεῖον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρποβόλον
Headword (normalized):
καρποβόλον
Headword (normalized/stripped):
καρποβολον
IDX:
53420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπο-βόλον·</span> <span class="foreign greek">τὸ σιτοβόλον ἀγγεῖον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}