Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρπήσιον
καρπίζω1
καρπίζω2
κάρπιμος
καρπίον1
κάρπιον2
Κάρπιος
καρπισμός
καρπισμός
καρπιστής
καρπιστικός
καρποβάλσαμον
καρποβόλον
καρπόβρωτος
καρπογένεθλος
καρπογονέω
καρπογονία
καρπόγονος
καρποδαιστάς
καρπόδεσμα
καρπόδεσμος
View word page
καρπιστικός
καρπ-ιστικός
,
ή
,
όν
,
A).
connected with emancipation,
Gloss.
; of a suit, =
liberale judicium
, ib.
ShortDef
connected with emancipation
Debugging
Headword:
καρπιστικός
Headword (normalized):
καρπιστικός
Headword (normalized/stripped):
καρπιστικος
IDX:
53418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53419
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρπ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">connected with emancipation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span></span>; of a suit, = <span class="tr" style="font-weight: bold;">liberale judicium</span>, ib.</div> </div><br><br>'}