Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάρνος
κάρνυξ
κάροινον
Καρύϊνος
καρόκερκος
κάρον
κάροπερ
κάρος
καρός
καροῦχα
καροῦχος
καροφόρος
καρόω
καρπαία
καρπάλιμος
καρπαλίον
καρπάσινος
καρπάσιον
Καρπάσιον
κάρπασος
καρπαστῖναι
View word page
καροῦχος
καροῦχος· εὐχερής, εὔκολος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καροῦχος
Headword (normalized):
καροῦχος
Headword (normalized/stripped):
καρουχος
IDX:
53391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53392
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καροῦχος·</span> <span class="foreign greek">εὐχερής, εὔκολος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}