Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμμοδύτωρ
ἀμμοκονία
ἀμμοκοπρηγὸν
ἀμμόνιτρον
ἀμμοπλυσία
ἀμμόπλυτα
ἀμμορία1
ἀμμορία2
ἄμμορος
ἄμμος
ἄμμος
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
Ἀμμούς
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
ἀμμόχωστος
ἀμμωδέω
ἀμμώδης
Ἄμμων
View word page
ἄμμος
ἄμμος (B), Aeol.
A). = ἁμός (A), q. v.


ShortDef

sand, sandy ground
[> Aeol. ἁμός]

Debugging

Headword:
ἄμμος
Headword (normalized):
ἄμμος
Headword (normalized/stripped):
αμμος
IDX:
5338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄμμος</span> (B), Aeol. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἁμός</span> (A), q. v. </div> </div><br><br>'}