Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνη
κάρνον
κάρνος
κάρνυξ
κάροινον
Καρύϊνος
καρόκερκος
κάρον
κάροπερ
κάρος
καρός
καροῦχα
καροῦχος
καροφόρος
καρόω
καρπαία
καρπάλιμος
καρπαλίον
καρπάσινος
View word page
κάροπερ
κάροπερ·
ἔπακμος παῖς
,
Hsch.
καρορύς·
ὕδρα
(Cret.), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάροπερ
Headword (normalized):
κάροπερ
Headword (normalized/stripped):
καροπερ
IDX:
53387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53388
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάροπερ·</span> <span class="foreign greek">ἔπακμος παῖς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">καρορύς·</span> <span class="foreign greek">ὕδρα</span> (Cret.), Id.</div><br><br>'}