Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρκίνωσις
Καρκώ
κάρμα
κάρμορον
καρναβάδιον
Καρνεᾶται
Καρνειάσιον
Κάρνειος
κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνη
κάρνον
κάρνος
κάρνυξ
κάροινον
Καρύϊνος
καρόκερκος
κάρον
κάροπερ
κάρος
καρός
View word page
κάρνη
κάρνη· ζημία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάρνη
Headword (normalized):
κάρνη
Headword (normalized/stripped):
καρνη
IDX:
53379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53380
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάρνη·</span> <span class="foreign greek">ζημία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}