Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωθρον
καρκίνωμα
καρκίνωσις
Καρκώ
κάρμα
κάρμορον
καρναβάδιον
Καρνεᾶται
Καρνειάσιον
Κάρνειος
κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνη
κάρνον
κάρνος
κάρνυξ
κάροινον
Καρύϊνος
View word page
Καρνεᾶται
Καρνεᾶται
,
οἱ
(cf. sq.), unmarried ministrants of Apollo,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Καρνεᾶται
Headword (normalized):
καρνεᾶται
Headword (normalized/stripped):
καρνεαται
IDX:
53374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53375
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Καρνεᾶται</span>, <span class="gen greek">οἱ</span> (cf. sq.), unmarried ministrants of Apollo, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}