Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρκινοβήτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωθρον
καρκίνωμα
καρκίνωσις
Καρκώ
κάρμα
κάρμορον
καρναβάδιον
Καρνεᾶται
Καρνειάσιον
Κάρνειος
κάρνειος
Καρνεονίκης
κάρνη
κάρνον
View word page
Καρκώ
Καρκώ· Λαμία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Καρκώ
Headword (normalized):
καρκώ
Headword (normalized/stripped):
καρκω
IDX:
53370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Καρκώ·</span> <span class="foreign greek">Λαμία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}