Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρκινάς
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοβήτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωθρον
καρκίνωμα
καρκίνωσις
Καρκώ
κάρμα
κάρμορον
καρναβάδιον
Καρνεᾶται
View word page
καρκινόχειρες
καρκῐνόχειρες
,
ων
,
A).
with crab's claws for hands
,
Luc.
VH
1.35
.
ShortDef
with crab's claws for hands
Debugging
Headword:
καρκινόχειρες
Headword (normalized):
καρκινόχειρες
Headword (normalized/stripped):
καρκινοχειρες
IDX:
53364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53365
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρκῐνόχειρες</span>, <span class="itype greek">ων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with crab\'s claws for hands</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 1.35 </span>.</div> </div><br><br>'}