Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινάς
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοβήτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωθρον
καρκίνωμα
καρκίνωσις
Καρκώ
κάρμα
κάρμορον
View word page
καρκινόπους
καρκῐνό-πους
,
πουν
, gen.
ποδος
,
A).
crab-footed
, i.e.
lame,
IG
3.171a
.
ShortDef
crab-footed
Debugging
Headword:
καρκινόπους
Headword (normalized):
καρκινόπους
Headword (normalized/stripped):
καρκινοπους
IDX:
53362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53363
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρκῐνό-πους</span>, <span class="itype greek">πουν</span>, gen. <span class="itype greek">ποδος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crab-footed</span>, i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">lame,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 3.171a </span>.</div> </div><br><br>'}