Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρκαίρω
κάρκαρα
καρκαρίς
κάρκαρον
καρκινάς
καρκινευτής
καρκίνηθρον
καρκινίας
καρκίνιον
καρκινοβάτης
καρκινοβήτης
καρκινοειδής
καρκινόπους
καρκίνος
καρκινόχειρες
καρκινόω
καρκινώδης
καρκίνωθρον
καρκίνωμα
καρκίνωσις
Καρκώ
View word page
καρκινοβήτης
καρκῐνο-βήτης).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρκινοβήτης
Headword (normalized):
καρκινοβήτης
Headword (normalized/stripped):
καρκινοβητης
IDX:
53360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53361
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρκῐνο-βήτης</span>).</div><br><br>'}