Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάρι
καριδάριον
καριδόω
καρίεντο
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
καριμοίρους
Καρίνη
Καρινός
καριόθρεπτος
Κάριος
καριόω
καρίς
κάρισο
Καριστί
Καρίων
καρκάδων
καρκαίρω
κάρκαρα
καρκαρίς
View word page
καριόθρεπτος
καριόθρεπτος, ον, dub. sens. in PRyl. 1.35 (iii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καριόθρεπτος
Headword (normalized):
καριόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
καριοθρεπτος
IDX:
53342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καριόθρεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 1.35 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}