Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάρθρα
κάρι
καριδάριον
καριδόω
καρίεντο
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
καριμοίρους
Καρίνη
Καρινός
καριόθρεπτος
Κάριος
καριόω
καρίς
κάρισο
Καριστί
Καρίων
καρκάδων
καρκαίρω
κάρκαρα
View word page
Καρινός
Καρινός, (sc. μήν), a month at Byzantium, = November, dub. in Philol. 2.248 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Καρινός
Headword (normalized):
καρινός
Headword (normalized/stripped):
καρινος
IDX:
53341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53342
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Καρινός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), a month at Byzantium, = November, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Philol.</span> 2.248 </span>.</div><br><br>'}