Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάρητος
καρθμός
κάρθρα
κάρι
καριδάριον
καριδόω
καρίεντο
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
καριμοίρους
Καρίνη
Καρινός
καριόθρεπτος
Κάριος
καριόω
καρίς
κάρισο
Καριστί
Καρίων
καρκάδων
View word page
καριμοίρους
καριμοίρους· τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους, Hsch.; cf. Κάρ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καριμοίρους
Headword (normalized):
καριμοίρους
Headword (normalized/stripped):
καριμοιρους
IDX:
53339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καριμοίρους·</span> <span class="foreign greek">τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">Κάρ</span>.</div><br><br>'}