Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάρζα
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρία
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
καρῆναι
κάρηνον
κάρητος
καρθμός
κάρθρα
κάρι
καριδάριον
καριδόω
καρίεντο
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
καριμοίρους
Καρίνη
View word page
καρθμός
καρθμός, ,
A). = κίνησις (i. e. = σκαρθμός ), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρθμός
Headword (normalized):
καρθμός
Headword (normalized/stripped):
καρθμος
IDX:
53330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρθμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κίνησις</span> (i. e. = <span class="ref greek">σκαρθμός</span> ), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}