Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κάρειος
κάρζα
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρία
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
καρῆναι
κάρηνον
κάρητος
καρθμός
κάρθρα
κάρι
καριδάριον
καριδόω
καρίεντο
Καρίζω
Καρικοεργής
Καρικός
καριμοίρους
View word page
κάρητος
κάρητος, κάρητι,
A). v. κάρα (A).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάρητος
Headword (normalized):
κάρητος
Headword (normalized/stripped):
καρητος
IDX:
53329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάρητος</span>, <span class="orth greek">κάρητι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάρα</span> (A).</div> </div><br><br>'}