Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρέα
κάρειον
Κάρειος
κάρζα
καρηβαρέω
καρηβαρής
καρηβάρησις
καρηβαρία
καρηβαρικός
καρηκομόωντες
καρῆναι
κάρηνον
κάρητος
καρθμός
κάρθρα
κάρι
καριδάριον
καριδόω
καρίεντο
Καρίζω
Καρικοεργής
View word page
καρῆναι
κᾰρῆναι, aor. 2 inf. Pass. of κείρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καρῆναι
Headword (normalized):
καρῆναι
Headword (normalized/stripped):
καρηναι
IDX:
53327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53328
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰρῆναι</span>, aor. 2 inf. Pass. of <span class="foreign greek">κείρω</span>.</div><br><br>'}