Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιόπληκτος
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιουργέω
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
κάρδοπος
View word page
καρδιότρωτος
καρδῐό-τρωτος, ον,
A). wounded in the heart, Gal. 1.112 .


ShortDef

wounded in the heart

Debugging

Headword:
καρδιότρωτος
Headword (normalized):
καρδιότρωτος
Headword (normalized/stripped):
καρδιοτρωτος
IDX:
53305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρδῐό-τρωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wounded in the heart</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.112 </span>.</div> </div><br><br>'}