Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιόπληκτος
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιουργέω
καρδιοφύλαξ
καρδιόω
καρδιωγμός
καρδιώσσω
καρδοπεῖον
καρδοπογλύφος
View word page
καρδιότης
καρδῐό-της,
A). praecordia, Gloss.


ShortDef

praecordia

Debugging

Headword:
καρδιότης
Headword (normalized):
καρδιότης
Headword (normalized/stripped):
καρδιοτης
IDX:
53304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρδῐό-της</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">praecordia,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}