Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρδιαλγέω
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδιαλγικός
καρδιᾶτις
καρδιάω
καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιόπληκτος
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
καρδιουλκία
καρδιουργέω
View word page
καρδιογνώστης
καρδῐο-γνώστης, ου, ,
A). knower of hearts, Act.Ap. 1.24 , 15.8 .


ShortDef

knower of hearts

Debugging

Headword:
καρδιογνώστης
Headword (normalized):
καρδιογνώστης
Headword (normalized/stripped):
καρδιογνωστης
IDX:
53298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρδῐο-γνώστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">knower of hearts,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Act.Ap.</span> 1.24 </span>, <span class="bibl"> 15.8 </span>.</div> </div><br><br>'}