Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρδία
καρδιακός
καρδιαλγέω
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδιαλγικός
καρδιᾶτις
καρδιάω
καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιόπληκτος
καρδιότης
καρδιότρωτος
καρδιουλκέω
View word page
καρδιοβολέομαι
καρδῐο-βολέομαι, Pass.,
A). to be stricken in heart, grieved, Hsch.


ShortDef

to be stricken in heart, grieved

Debugging

Headword:
καρδιοβολέομαι
Headword (normalized):
καρδιοβολέομαι
Headword (normalized/stripped):
καρδιοβολεομαι
IDX:
53296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρδῐο-βολέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be stricken in heart, grieved</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}