Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καρδάνη
καρδία
καρδιακός
καρδιαλγέω
καρδιαλγής
καρδιαλγία
καρδιαλγικός
καρδιᾶτις
καρδιάω
καρδιηβολέω
καρδικός
καρδιοβολέομαι
καρδιοβόλος
καρδιογνώστης
καρδιόδαιτος
καρδιόδηκτος
καρδιοειδής
κάρδιον
καρδιόπληκτος
καρδιότης
καρδιότρωτος
View word page
καρδικός
καρδικός, , όν,
A). heart-shaped(?), PMag.Berol. 2.68 .


ShortDef

heart-shaped

Debugging

Headword:
καρδικός
Headword (normalized):
καρδικός
Headword (normalized/stripped):
καρδικος
IDX:
53295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καρδικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">heart-shaped</span>(?), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Berol.</span> 2.68 </span>.</div> </div><br><br>'}